Καρθάλων

Καρθάλων
Καρθάλων
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καρθάλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Καρχηδόνιος στρατηγός (3ος αι. π.Χ.). Το 255 π.Χ. κυρίευσε και κατέστρεψε τον Ακράγαντα της Ιταλίας και έδιωξε τους Ρωμαίους από την πόλη Δρέπανα. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός του Αννίβα (3ος αι. π.Χ.). Ανάγκασε το 217… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”